- υπερμέτρωψ
- (-ωπος) ο , η мед. страдающий гиперметропией, дальнозоркий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερμέτρωψ — ο, η, αρσ. και υπερμέτρωπας Ν αυτός που πάσχει από υπερμετρωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypermetrope < υπέρμετρος + ωπας (< θ. οπ τού ὄπωπα*, πρβλ. μύ ωπας). Η λ., στη γρφ. ὑπερμέτροπες, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek